- γεωρυχία
- γεωρῠχ-ία,A excavation, IG2.1055.27, Ael.NA6.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεωρυχία — η (Α γεωρυχία) [γεωρύχος] ανασκαφή, εκσκαφή τής γης … Dictionary of Greek